-
1 κατα-πέσσω
κατα-πέσσω, att. - πέττω (s. πέσσω), zerkochen, verdauen, im eigtl. Sinne von der Nahrung, Sp.; Hom. übertr., εἴπερ γάρ τε χόλον καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ Il. 1, 81, wenn er auch seinen Zorn in sich zurückhält, verbeißt; μέγαν ὄλβον καταπέψαι, verwalten, Pind. Ol. 1, 55. – Hesych. Erkl. καταπραϋναι bezieht sich auf die hom. Stelle.
-
2 καταπέσσω
κατα-πέσσω, zerkochen, verdauen, im eigtl. Sinne von der Nahrung; übertr., εἴπερ γάρ τε χόλον καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ, wenn er auch seinen Zorn in sich zurückhält, verbeißt; μέγαν ὄλβον καταπέψαι, verwalten
См. также в других словарях:
καταπέσσω — και αττ. τ. καταπέττω (Α) (επιτ. τ. τού πέσσω ή πέττω) 1. χωνεύω εντελώς 2. μτφ. κρατώ κάτι μέσα μου, καταπίνω, δεν αφήνω να εκδηλωθεί 3. καταπραύνω (α. «εἴπερ χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ» κι αν βέβαια την ίδια μέρα καταπραΰνει, μαλάξει την… … Dictionary of Greek